- ἴγδιν
- ἴγδιςmortarfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιγδίον — τὸ (ΑΜ ἰγδίον Μ και ἰγδίν) το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ουσ. ιγδίς*. από τον τ. ιγδίον προήλθε ο νεοελλ. τ. γουδί*] … Dictionary of Greek